Μεγακλέους

Μεγακλέους
Μεγακλέης
masc gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγακλέους — μεγακλεής very famous gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”